κατεργαστικός

κατεργαστικός
κατεργαστικός
of
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατεργαστικός — κατεργαστικός, ή, όν (Α) [κατεργάζομαι] 1. κατάλληλος ή ικανός να κατεργάζεται («κατεργαστικὴ δύναμις», Θεόφρ.) 2. καταστρεπτικός («αἱ ἀθυμίαι κατεργαστικαί», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • κατεργαστικόν — κατεργαστικός of masc acc sg κατεργαστικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεργαστικώτατον — κατεργαστικός of masc acc superl sg κατεργαστικός of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεργαστικαί — κατεργαστικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεργαστικῆς — κατεργαστικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεργαστική — κατεργαστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεργαστικωτέραν — κατεργαστικωτέρᾱν , κατεργαστικός of fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”